11/6/17

Θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται*

Είπα τις προάλλες στο μάθημα οτι δεν πειράζει που θα έχω διάβασμα όλο το καλοκαίρι και δεν θα πηγαίνω στη θάλασσα γιατί η θάλασσα δεν μου αρέσει. Έπεσε μια βουβαμάρα όσο να πεις.

Δεν είναι οτι δεν μου αρέσει - αρέσει.
Απλά δεν την λατρεύω.
Δεν την αποζητώ.
Δεν μπορώ να καταλάβω όλη αυτή την καλοκαιρινή παράνοια που τους πιάνει όλους οτι σώνει και ντε πρέπει να πάνε στη θάλασσα γιατί το ημερολόγιο λέει καλοκαίρι, οτι είναι ο μόνος αποδεκτός τρόπος να περάσουν τους μήνες αυτούς, οτι οι ώρες μακριά από την θάλασσα είναι ένα βάσανο και φυσικά αλίμονο σε όσους δεν θα πάνε στη θάλασσα το σαββατοκύριακο (τους καημένους!).

Έχει όμως και κάτι, που δεν μπορείς να το βρεις πουθενά αλλού.
Είναι εκείνη η αίσθηση που έχεις όταν βουτάς το κεφάλι σου μέσα σ'αυτήν και ο υπόλοιπος κόσμος σταματάει να υπάρχει. 
Είναι εκείνος ο ήχος, το περίεργο και συνεχόμενο γλουγλου, που σε βγάζει από το παρόν σου και σε πάει κάπου αλλού, σε ένα άλλο αλλού, σε ένα αλλού που με έναν περίεργο τρόπο υπάρχεις αλλά όλα αυτά που κουβαλάς μαζί σου δεν υπάρχουν, είσαι μόνο εσύ και όλα τα άλλα έχουν μείνει στην επιφάνεια του υδάτινου αυτού όγκου, τίποτα δεν μπορεί να τον διαπεράσει, είναι ένα άβατο για όλα εκτός από το σώμα σου, κι όταν ξαναβγείς στην επιφάνεια, αυτό το σώμα η θάλασσα το κάνει να επιπλέει, να έρθουν όλα τα υπόλοιπα να ξαπλώσουν πάνω του, μόνο τα απαραίτητα, τα άλλα ή χάθηκαν ή θα γυρίσουν αργότερα, δεν τα χρειάζεσαι ακόμη.

Τελικά, η θάλασσα ξέρει.

* Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη.