7/12/15

Winter nights.

Έχει κρύο. Κάθε ανάσα έχει πια μορφή, ένα αχνό συννεφάκι. 
Τα φώτα της πόλης το βράδυ είναι πάντα μια μαγεία. Σε μαγνητίζουν με έναν τρόπο τόσο ήρεμο και με μια σιγουριά οτι αν το βλέμμα σου πέσει σε αυτά δεν μπορεί εύκολα να περιπλανηθεί αλλού. Τα κάστρα. Οι δρόμοι. Τα λίγα αυτοκίνητα. Οι ταμπέλες των ξενοδοχείων. Όλα σε μαγνητίζουν.
Μυρίζει καμένο ξύλο. Δεν υπάρχει πιο ταιριαστή μυρωδιά για τον χειμώνα.

Είναι βράδια σαν κι αυτό, που θες να καθίσεις έξω στο μπαλκόνι, κάτω, στα παγωμένα πλακάκια με την πλάτη στον τοίχο, με ένα τσιγάρο στο χέρι κι ένα ποτήρι ουίσκι στο άλλο, να κλείσεις τα μάτια και να ξεχάσεις τα πάντανα μείνεις μόνο εσύ, το κρύο και η μυρωδιά του καμένου ξύλου, να μείνεις μόνο εσύ, το κρύο, η μυρωδιά του καμένου ξύλου και οι πιο βαθιές σου σκέψεις, οι πιο άγριες, οι πιο όμορφες,  αυτές που την ημέρα θάβεις γιατί σε τρομάζουν, αυτές που την ημέρα θάβεις γιατί δεν έχουν θέση στη ζωή σου αλλά βράδια σαν κι αυτά τις αφήνεις ελεύθερες, μαζί με ένα λυπημένο χαμόγελο για όλα αυτά που δεν θα γίνουν ποτέ, για όλα αυτά που απογοητεύτηκες γιατί αλλιώς τα μετρούσες εσύ κι αλλιώς οι άλλοι, αλλά χωρίς δάκρυα, γιατί είναι κάτι όνειρα που μπορεί να μην γίνουν ποτέ, αλλά δεν τους ταιριάζει στεναχώρια.