10/9/13

Η καλοκαιρινή μου Θεσσαλονίκη σε μια ανάσα.

Βόλτες με την μηχανή στα κάστρα και η πόλη πιάτο μπροστά στα πόδια σου, με τα φώτα να λαμπυρίζουν και τα καράβια να κόβουν βόλτες στον Θερμαϊκό, μπύρες στα τσιμέντα της παραλίας, μαγαζιά χωμένα σε στενά με νόστιμα σουβλάκια, ραντεβού της τελευταίας στιγμής "τι κάνεις;" "τίποτα" "κατέβα κέντρο να πάμε για καφέ", ποδηλατάδες στο σούρουπο με όλη την πόλη να γίνεται κόκκινη από το ηλιοβασίλεμα, βραδινές ξαφνικές μπόρες, φίλοι που είχαν καιρό να σε δουν και σ'αγκαλιάζουν σφιχτά όταν σε βλέπουν, Παρασκευιάτικες μαργαρίτες για να γιορταστεί δεόντως το τέλος της εβδομάδας, το  μεγάλο κόκκινο ρολόι στο σπίτι της Άννας, η ησυχία της νύχτας που κρατάει μέσα της τόσες φωνές, η βαρεμάρα τα μεσημέρια που ο τόπος βράζει, οι ανασφάλειες μας, οι αγωνίες μας, τα γέλια μας, οι καμένες συζητήσεις μας, τα θερινά, τα αστικά που τρέχουν σαν τρελά στους άδειους δρόμους, τα αστικά που κολλάνε στην κίνηση μόνο όταν έχεις ήδη αργήσει, τα sms - τελεσίγραφα "στις 12 στο καινούριο", παγωτά, προσκλήσεις για σαββατιάτικα πρωινά με pancakes, η αεροδιάβαση μπροστά στο Μακεδονία Παλάς που στέκεσαι στην κορυφή της τρώγοντας σοκολατάκια και κοιτώντας τα φώτα των φρένων, η ξύλινη μυρωδιά του πιάνου μου, ο Πύργος να ξεπροβάλει καθώς το 11 στρίβει στην Εθνικής Αμύνης, μικρά καφέ σε κάθετες στενές οδούς, το πλακόστρωτο στα Λαδάδικα που πάντα το περπατάς λίγο πιο ζαλισμένος από το κανονικό, ευγενικοί ταξιτζήδες που τους θυμίζεις την κόρη τους και περιμένουν να μπεις μέσα στην πολυκατοικία για να φύγουν, τ'αστέρια όπως τα βλέπεις από το μπαλκόνι σου, οι ροζμωβπορτοκαλομπλε κουρτίνες μου,

και Παυλίδης. Η πρώτη σου αγάπη και παντοτινή.