5/1/10

Είκοσι τέσσερα

Στη Β’ λυκείου, εν’όψει πανελληνίων,σαν παιδί κι εγώ, έκανα τα ιδιαίτερά μου σε λατινικά και αρχαία (θεωρητική κατεύθυνση γάρ).Έλεγα στην καθηγήτριά μου:
«Στα 24, που θα βγάλω το πανεπιστήμιο…» 
«Βρε γιατί να βγάλεις το πανεπιστήμιο στα 24;» μου έλεγε εκείνη, «17 θα μπεις, άντε να μην βγάλεις τη σχολή στα 4 χρόνια, να τη βγάλεις στα 5, φτάνουμε στα 22. Στα 22 θα βγάλεις το πανεπιστήμιο!»
Στα 2 χρόνια που ακολούθησαν, δεν ξέρω γιατί, αλλά ενστικτωδώς, κάθε φορά έλεγα: «στα 24, που θα βγάλω το πανεπιστήμιο…»
Έτσι, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί, κάτι σημαντικό θα μου συμβεί στα 24, για να τα μελετάω τόσο από τα 16.
Και τα 24 ήρθαν. Και σήμερα είναι η τελευταία τους μέρα. Και πρέπει να διαλέξω ποιο είναι το πιο σημαντικό από όλα αυτά που έγιναν. Ότι ήταν η πρώτη χρονιά που σήκωσα τα μάτια μου από τα βιβλία και κοίταξα τον κόσμο υπό ένα άλλο πρίσμα; Ότι γνώρισα πολλούς, πολλούς, πολλούς ανθρώπους κι ο καθένας τους μου έμαθε και κάτι διαφορετικό; Ότι κατάφερα να σταματήσω να είμαι τόσο αυστηρή και απόλυτη με όλους και κυρίως με τον εαυτό μου;(ακόμα το παλεύω αυτό, αλλά είμαι σε πολύ καλό δρόμο, αλήθεια λέω.) Ότι τίναξα από πάνω μου πράγματα που με βάραιναν, όπως τα σκυλιά τινάζουν από πάνω τους τις σταγόνες του νερού; Ότι εγώ, το μικρό, ανταγωνιστικό μέχρι θανάτου μοναχοπαίδι, έμαθα σιγά σιγά να εμπιστεύομαι όσους μου απλώνουν το χέρι για να με βοηθήσουν; 
Ή ότι όλα αυτά έγιναν με χαρούμενους καφέδες, με ξενύχτια, με άκυρα, καμμένα mail και sms και tweets (την εξάντλησα την τεχνολογία, δεν μπορείτε να πείτε), με βόλτες και γέλια (και λίγα κλάμματα) και συζητήσεις στα αστικά (τέτοιες, που ακόμα απορώ πώς δεν μας έχει βρίσει καμια γιαγιά ή μαμά με παιδάκι), με μαργαρίτες και (εννοείται) με πολλά σοκολατάκια; 
Όσο για την ιστορία, όντως το πανεπιστήμιο το έβγαλα στα 22. Και στα 24 διορίστηκα καθηγήτρια. Τι έκανα στα 23 που είναι ανάμεσα; Διάβαζα για να περάσω στις εξετάσεις που θα μου άνοιγαν αυτόν τον δρόμο. Ναι, ένα χρόνο. Για την ακρίβεια ένα χρόνο και 4 μήνες.
Γι’αυτό να με συμπαθάει και ο Κοέλο και το σύμπαν (του). Αν θέλεις κάτι πολύ, κάτσε και κόπιασε γι’αυτό. Δούλεψε και ίδρωσε και κουράσου και στρέψε όλο σου το είναι προς τα’κει. Κι όταν πιστέψεις ότι έφτασες πια στα όριά σου, συνέχισε. Είναι απίστευτο το πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις. Και τότε, μόνο τότε, η λίγη τύχη που χρειάζεσαι, μπορεί και να’ρθει στη δική σου πόρτα. Και στις 2 Ιουλίου, γύρω στις 3.30 το μεσημέρι να κολλήσεις τα μούτρα σου στην οθόνη του υπολογιστή ψάχνοντας να κατεβάσεις τον σωστό πίνακα, γιατί αυτός που κατέβασες πριν λίγο με τα ονόματα των διοριστέων έχει μέσα και το δικό σου, και δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα πρέπει να έγινε, δεν γίνεται εσύ, η μικρή, με την μηδέν προϋπηρεσία, να πέρασες με την πρώτη. Ήταν Πέμπτη.
Και για όσους δεν με ξέρουν και βιαστούν να σκεφτούν ότι το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βολευτώ, γι’αυτό χάρηκα τόσο με τον διορισμό, να πω ότι από τα 14 ήθελα δυο πράγματα: να γίνω καθηγήτρια και να πάω στο Παρίσι.
Παρίσι τελικά δεν κατάφερα να πάω.
Αλλά κάτι έπρεπε να αφήσω και για τα 25!